όκνος

όκνος
Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη Μάντουα. 2. Ένας άλλος Ο. θεωρείται σύμβολο της ματαιοπονίας. Είχε καταδικασθεί από τους θεούς να πλέξει στον Άδη ένα σχοινί από χόρτο, που δεν κατόρθωνε να το τελειώσει ποτέ, γιατί ένα γαϊδουράκι που στεκόταν πίσω του, και που δεν το έβλεπε, έτρωγε το σχοινί που έπλεκε.
* * *
(I)
ὄκνος, ὁ (Α)
1. δισταγμός ή απροθυμία που οφείλεται σε ψυχική ή σωματική κόπωση, σε φόβο ή σε αμφιβολία («οὔτε τί με δέος ἴσχει ἀκήριον οὔτε τις ὄκνος», Ομ. Ιλ.)
2. αιφνίδιος φόβος, ανησυχία, πανικός
3. (ως προσωποποίηση) Ὄκνος
τίτλος ζωγραφικού πίνακα τού Πολυγνώτου ο οποίος απεικόνιζε μεσήλικα άνδρα να πλέκει σχοινί τού οποίου την άλλη άκρη έτρωγε φίδι που βρισκόταν κοντά και ο οποίος αποτελούσε αλληγορική έκφραση τής νωθρότητας και τής ματαιοπονίας
5. φρ. «ὄκνος χαλκοῡς» — είδος καθίσματος για γυναίκες στη Βιθυνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με χεττιτ. ikniyant- «παράλυτος». Εκτός από τον τ. ἄοκνος, καμιά άλλη ένδειξη δεν υπάρχει για την παρουσία αρκτ. F- στο θ. τής λ.].
————————
(II)
ὄκνος, ὁ (Α)
το πτηνό ερωδιός ο αστερίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ὄκνος (Ι) «δισταγμός», λόγω τού ότι το πουλί αυτό δεν κινείται κατά τη διάρκεια τής ημέρας. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε με ανομοιωτική σίγηση τού -γ- < *ὄγκνος (< ὀγκάομαι «φωνάζω»), λόγω τών κραυγών που βγάζει το αρσενικό κατά το ζευγάρωμα. Ωστόσο, η άποψη αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].
————————
(III)
ὄκνος ή ὀκνός, ὁ (Α)
πιθ. τμήμα εξοπλισμού τού πλοίου το οποίο χρησίμευε στη στερέωση τής πηδαλιούχου κώπης σε μια συγκεκριμένη θέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὄκνος — shrinking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκνός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • οκνός — ή, ό νωθρός, απρόθυμος, αμελής, αργοκίνητος, ακαμάτης, οκνηρός, τεμπέλης: Οκνή νοικοκυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οκνεύω — [οκνός] (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει») …   Dictionary of Greek

  • ὄκνοι — ὄκνος shrinking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνοις — ὄκνος shrinking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνον — ὄκνος shrinking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνου — ὄκνος shrinking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνους — ὄκνος shrinking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνων — ὄκνος shrinking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”